ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΛΑΔΟΥΣ ΚΕΥΔ

Το 2019 στους κλάδους Κλωστοϋφαντουργίας – Ένδυσης – Υπόδησης – Δέρματος (ΚΕΥΔ) στην Ελλάδα δραστηριοποιούταν συνολικά 6.080 επιχειρήσεις.

Κατανομή των επιχειρήσεων στους κλάδους ΚΕΥΔ

Οι επιχειρήσεις των κλάδων ΚΕΥΔ απασχολούσαν συνολικά 27.500 εργαζόμενους. Η πλειοψηφία των εργαζομένων ήταν στην ένδυση με 14.700, ακολουθεί η κλωστοϋφαντουργία με 7.800 και η υπόδηση – δέρμα με 5.000.

Κατανομή των εργαζομένων στους κλάδους ΚΕΥΔ

Η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, σε ποσοστό 92,1% είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις και απασχολούν από 1 έως 9 εργαζόμενους. Οι επιχειρήσεις που απασχολούν 10 -19 εργαζόμενους αντιστοιχούν στο 4,2%, από 20 – 49 εργαζόμενους στο 2,3%, από 50 – 250 εργαζόμενους σε 1,2%, ενώ ελάχιστες επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζόμενους.

Κατανομή των επιχειρήσεων κατά μέγεθος

Μεταξύ 1995 και 2015, ειδικά στον τομέα ένδυσης σημειώθηκε σημαντική μεταφορά παραγωγικών δραστηριοτήτων (ραφής κυρίως) σε τρίτες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Βαλκανικές (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Αλβανία, Ρουμανία). Παράλληλα οι κλάδοι ΚΕΥΔ από το 1995 και έως σήμερα προχώρησαν σταδιακά σε σημαντική αναβάθμιση στην παραγωγή προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, στην ανάπτυξη νέων υπηρεσιών ιδίως για τους πελάτες εξωτερικού, στην καθετοποίηση στη διανομή (retail) κλπ. Κατά την περίοδο αυτή ολοκληρώθηκε ο μετασχηματισμός από βιομηχανία κυρίως υπεργολαβίας προς ένα νέο σύγχρονο επιχειρηματικό μοντέλο. Η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των κλάδων ΚΕΥΔ, η γεωγραφική μετατόπιση εργασιών συναρμολόγησης προϊόντων και οι νέες συνθήκες που επικράτησαν στη διεθνή αγορά οδήγησαν σε πρώτη φάση στη συρρίκνωση των κλάδων. Ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων, κυρίως υπεργολαβικών, που απασχολούσαν μεγάλο αριθμό εργατοτεχνιτών, δεν μπόρεσαν να μετασχηματιστούν και αναγκάστηκαν να διακόψουν τις δραστηριότητές τους.

Ταυτόχρονα, η Επαγγελματική Εκπαίδευση – Κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή τέθηκε σε υποδεέστερη εκπαιδευτική διαδρομή σε σχέση με την αξία της στην αγορά εργασίας. Ως επακόλουθο ήταν η προσφορά ανθρωπίνων πόρων με ανεπαρκή αντιστοίχιση προσόντων και δεξιοτήτων σε σχέση με το επιθυμητό μείγμα γνώσεων, προσόντων και ικανοτήτων που απαιτούντο από τους κλάδους ΚΕΥΔ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μετάβασης από ένα παλαιό επιχειρηματικό μοντέλο προς ένα νέο, το σύστημα ΕΕΚ κατέληξε, ειδικά τα τελευταία έτη, να συρρικνώσει στο ελάχιστο η ακόμη και στο μηδέν την προσφορά του στους κλάδους ΚΕΥΔ.

Η σύνδεση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΕΚ) και της Δια Βίου Μάθησης (ΔΒΜ), με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς στους κλάδους ΚΕΥΔ δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας κυρίως:

  • Των αρρυθμιών που εντοπίζονται στην οργάνωση και τη χρηματοδότηση της Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης που παρέχεται στα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης (Κ.Δ.Β.Μ.) και που επιτείνει το χάσμα δεξιοτήτων, ειδικότερα εκείνων που συνδέονται
    με τις κλαδικές αναλύσεις για τις νέες ανάγκες σε θέσεις εργασίας. Σημαντικοί πόροι, για την επαγγελματική κατάρτιση εργαζομένων και ανέργων, διοχετεύτηκαν με υπερβολή, σε άνευρα οριζόντια γνωστικά αντικείμενα, χωρίς επιλογή αντίστοιχων κάθετης – κλαδικής εξειδίκευσης για την εξυπηρέτηση των αναγκών των κλάδων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μια ενεργητική πολιτική απασχόλησης όπως η επαγγελματική κατάρτιση, μετατράπηκε σε επιδοματικά παθητική με το πρόσχημα πολλές φορές του θεσμικού πλαισίου περί ανταγωνισμού και των κρατικών ενισχύσεων.
  • Της ελλιπούς συνεργασίας και του αποσπασματικού κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, των κλαδικών φορέων επιχειρηματικότητας και του συνόλου των Υπουργείων που εποπτεύουν σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης.
  • Της αποκοπής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκπαιδευτικών μέσων, στο πλαίσιο της ΕΕΚ, από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και τη δυναμική των κλάδων ΚΕΥΔ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι παρεχόμενες εκπαιδευτικές υπηρεσίες να υλοποιούνται σε απαρχαιωμένο τεχνολογικά περιβάλλον, σε αναντιστοιχία με την επιχειρηματική πραγματικότητα και τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές των κλάδων.

Η όλη κατάσταση που διαμορφώθηκε είχε ως επίπτωση την απομάκρυνση νέων από την επιλογή της επαγγελματικής προοπτικής στους κλάδους ΚΕΥΔ, με συνέπεια την αδυναμία σήμερα των επιχειρήσεων να στελεχωθούν με νέο εργατοτεχνικό και στελεχιακό προσωπικό. Το πρόβλημα έγινε πιο έντονο κυρίως για εξειδικευμένους τεχνίτες με δεξιότητες σε αντιστοιχία με τις ανάγκες τόσο των νέων τρόπων παραγωγής όσο και των τεχνολογικών εξελίξεων.

Οι επικρατούσες συνθήκες για τις ειδικότητες και την αποδοτικότητα των συστημάτων ΕΕΚ στους κλάδους ΚΕΥΔ προκάλεσαν έντονο προβληματισμό σε πολλές χώρες ή και περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το ζήτημα της αναμόρφωσης των συστημάτων ΕΕΚ και της κινητοποίησης νέων να επιλέξουν στο άμεσο μέλλον επαγγέλματα στους κλάδους ΚΕΥΔ είναι ένας κοινός στόχος για πολλές χώρες της ΕΕ. Για τους κλάδους ΚΕΥΔ, με το συντονισμό και τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κλαδικών οργανώσεων EURATEX-CEC-COTANCE, είναι σε εξέλιξη σχετικό έργο το οποίο βασίζεται στις προοπτικές εξέλιξης των κλάδων έως το 2030. Πλήρη στοιχεία και πληροφορίες για το έργο μπορούν να αντληθούν από το website www.s4tclfblueprint.eu. Βασικός στόχος του συγκεκριμένου έργου αλλά και των κλαδικών φορέων στην Ελλάδα είναι εκτός των άλλων και η αναπροσαρμογή του συστήματος ΕΕΚ και Δια Βίου Μάθησης.

Οι κλαδικές οργανώσεις στην Ελλάδα και στη βάση των έως σήμερα αποτελεσμάτων του ανωτέρω έργου, διαμόρφωσαν σειρά προτάσεων και άνοιξαν τον διάλογο κυρίως με στόχο την αναμόρφωση αρχικά του πλαισίου, εστιάζοντας στα ακόλουθα:

Το νέο πλαίσιο οφείλει να λάβει υπόψη του την αναγκαιότητα διασύνδεσης με τις συνεχείς ανάγκες εξειδίκευσης των ανθρωπίνων πόρων σε κλαδικό επίπεδο, προκειμένου να επιτευχθεί πραγματική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της εκπαίδευσης. Παράλληλα να υποστηριχθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση και διαφοροποίηση του παραγωγικού ιστού με τα κατάλληλα στελέχη και ειδικά με τεχνικό προσωπικό.

Οι οργανώσεις του κλάδου έχουν αναπτύξει σχετικό διάλογο με τις αρχές και έχουν παρουσιάσει τα πορίσματα και έως σήμερα αποτελέσματα του έργου S4TCLF. Με βάσει αυτά τα στοιχεία αλλά και τις ειδικές ανάγκες του κλάδου στην Ελλάδα έχουν προτείνει όπως το υπό διαμόρφωση νέο Εθνικό Σύστημα ΕΕΚ και Δια Βίου Μάθησης θα πρέπει να στοχεύσει στη βελτίωση του περιβάλλοντος λειτουργίας της ΕΕΚ και της ΔΒΜ. Επιβάλλεται στροφή στις σημερινές ανάγκες των επιμέρους παραγωγικών κλάδων για τη διευκόλυνση της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και την επίτευξη υψηλού επιπέδου αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης, με προοπτική την επερχόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, που η κύρια απαίτησή της θα είναι η ανάγκη για συνεχή εκπαίδευση και προσαρμογή σε νέες δεξιότητες.

Το νέο υπό διαμόρφωση εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να στοχεύσει επίσης και στην προσαρμογή και τον εκσυγχρονισμό των κλάδων, μέσω της ύπαρξης κατάλληλου και πιστοποιημένου ανθρώπινου δυναμικού, μέσα από την εδραίωση των θεσμικών συνθηκών και στα εξής πεδία:

  1. Διατήρηση της ένταξης των δραστηριοτήτων των ΚΔΒΜ τύπου 1 στο νέο σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕΚ και ΔΒΜ, για την απρόσκοπτη παροχή επαγγελματικών εφοδίων σε ειδικότητες τεχνικής εκπαίδευσης με στόχο την παραγωγή επαγγελματικών προσόντων πολλαπλών επιπέδων του Εθνικού / Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων. Το αίτημα αυτό, διατήρησης των δύο επιπέδων ΚΔΒΜ, ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση ευνοούν ευελιξίες στην παροχή γνώσης και όχι δυσκαμψίες μεγάλων δομών εκπαίδευσης που σχετίζονται μόνο με το συμβατικό τρόπο παροχής υπηρεσιών κατάρτισης.
  2. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στους κλάδους μεταποίησης, τα ΚΔΒΜ1 που εξυπηρετούν με προσφορά αντίστοιχων εξειδικεύσεων, προτάθηκε να τεθούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων με τους ίδιους όρους λειτουργίας και με ευχέρεια παροχής εκπαίδευσης σε όλα τα επίπεδα. Φυσικά ο ρόλος του ΕΟΠΠΕΠ στην πιστοποίηση σε ότι αφορά στην κατάταξη των εκροών των αποφοίτων στο εθνικό πλαίσιο προσόντων μπορεί να εποπτεύει τους τρόπους πιστοποίησης, όχι όμως της λειτουργίας.
  3. Πρόβλεψη για ανάπτυξη σταθερών και ad hoc ομάδων εργασιών σε όλα τα πεδία του συστήματος εκπαίδευσης με τη συμμετοχή και των κλαδικών φορέων επιχειρηματικότητας για την προώθηση των κάθετων – κλαδικών δεξιοτήτων και εξειδικεύσεων. Επίσης, προτείνεται η πρόβλεψη για στενή συνεργασία της ΚΕΕ με τα κλαδικά επιστημονικά ινστιτούτα και οργανισμούς (άρθρο 6).
  4. Λειτουργική ένταξη και στενή συνεργασία μέσω διαδικασιών διαβούλευσης, μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας, των φορέων επιχειρηματικότητας αλλά απαραίτητα και των άλλων Υπουργείων που εποπτεύουν σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (π.χ. Υπουργείο Εργασίας, Υπουργείο Ναυτιλίας, Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Υπουργείο Τουρισμού, Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης κλπ.). Προς το σκοπό αυτό θα μπορούσε να συμβάλλει η δημιουργία ειδικών επιτροπών διαβούλευσης ανά θεματικό πεδίο επαγγελματικής εκπαίδευσης (κατά οικονομικό / παραγωγικό τομέα).

(πηγή γραφημάτων: Eurostat)